- άνανδρος, -η
- -ο και άναντρος, -η, -ο επίρρ. -α αυτός που δεν είναι ανδρείος, ο δειλός: Η επίθεση, με τον τρόπο που έγινε, ήταν άνανδρη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἄνανδρος — husbandless masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνανδρος — η, ο (Α ἄνανδρος, ον) 1. (για ανθρώπους) ο μη ανδρείος, δειλός, άτολμος 2. (για πράγματα) αυτός που δεν αρμόζει σε άνδρα αρχ. 1. αυτός που δεν διαθέτει άνδρες, ο δίχως άνδρες 2. (για γυναίκες) αυτή που δεν έχει σύζυγο, ανύπανδρη ή χήρα 3. το ουδ … Dictionary of Greek
ἀνανδρότερον — ἄνανδρος husbandless adverbial comp ἄνανδρος husbandless masc acc comp sg ἄνανδρος husbandless neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνανδρότατα — ἄνανδρος husbandless adverbial superl ἄνανδρος husbandless neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνανδρότατον — ἄνανδρος husbandless masc acc superl sg ἄνανδρος husbandless neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάνδρως — ἄνανδρος husbandless adverbial ἄνανδρος husbandless masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄνανδρον — ἄνανδρος husbandless masc/fem acc sg ἄνανδρος husbandless neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνανδροτάτην — ἄνανδρος husbandless fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνανδροτάτοις — ἄνανδρος husbandless masc/neut dat superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνανδροτάτου — ἄνανδρος husbandless masc/neut gen superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)